πανάδα

πανάδα
(I)
και παννάδα, η
1. υποκίτρινη κηλίδα που εμφανίζεται στην επιδερμίδα τού ανθρώπου, αλλ. φακίδα
2. είδος πρόχειρου εμπλάστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανί + κατάλ. -άδα (πρβλ. ραγ-άδα)].
————————
(II)
η
πρόχειρο έδεσμα που παρασκευάζεται από φέτες ψωμιού οι οποίες βράζονται μέσα σε νερό με λάδι ή γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. panada < pan «ψωμί» (< λατ. panis «άρτος») + κατάλ. -ada].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πανάδα — η 1. φαγητό πρόχειρο με φέτες ψωμιού βρασμένες σε λάδι και νερό, αλλ. παπάρα. 2. λεκές του δέρματος, κηλίδα του προσώπου, αλλ. φακίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παννάδα — η βλ. πανάδα …   Dictionary of Greek

  • πιτσιλάδα — η στίγμα, λεκές της επιδερμίδας, αλλιώς φακίδα, πανάδα: Την άνοιξη γεμίζει το πρόσωπό μου πιτσιλάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”